- ζηλοτυπώ
- (AM ζηλοτυπῶ, -έω) [ζηλότυπος]1. φθονώ, ζηλεύω2. (για συζύγους ή εραστές) ανησυχώ για τη συζυγική ή ερωτική πίστη, κατέχομαι από ζηλοτυπίααρχ.1. αγανακτώ με κάτι («καὶ ἐζηλοτύπει τά γιγνόμενα», Αισχίν.)2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι ενδιαφέρομαι πολύ για κάτι3. μιμούμαι κάτι με ζήλο4. αποδοκιμάζω έντονα.
Dictionary of Greek. 2013.